ψᾶφος

ψᾶφος
ψᾱφος (: -ος, -ον, -ων, -οις.)
a pebble

νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον O. 10.9

ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμὸν O. 13.46

b record ἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον (i. e. an inscribed stele) O. 7.87
c vote

κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν N. 8.26

met., καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς: v. Calder, C. R., 1943, 14) P. 4.265

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψάφος — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. ψήφος …   Dictionary of Greek

  • ψᾶφος — ψῆφος a small round worn stone fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ποτιψαφίζομαι — Α (δωρ. τ.) προσψηφίζομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ψηφίζομαι (< ψῆφος/ ψᾱφος)] …   Dictionary of Greek

  • ψάφαξ — ή ψάφαξ, άφακος, ἡ, Α αιολ. τ. τής λ. ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος + επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • ψάφιγξ — άφιγγος, ἡ, Α (αιολ. τ.) ψήφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος + εκφραστικό επίθημα ιγξ (πρβλ. σάλπ ιγξ, λάϊγγες)] …   Dictionary of Greek

  • ψαφοτριβέων — Α (κατά τον Ησύχ.) «περὶ τοὺς λόγους τριβομένων». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψᾶφος, δωρ. τ. τού ψῆφος* + τρίβω] …   Dictionary of Greek

  • bhes-1 —     bhes 1     English meaning: to smear, spread     Deutsche Übersetzung: “abreiben, zerreiben, ausstreuen”     Material: O.Ind. bábhasti “chews up”, 3. pl. bápsati; bhásma n. “ash” resulted through verbal extensions of psü(i) , psō/i/ , psǝ(i) …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”